καταισχυμμός

καταισχυμμός
καταισχυμμός, ὁ (AM) [καταισχύνομαι]
ονειδισμός, ντροπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταισχυμμός — shaming masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταισχυμμόν — καταισχυμμός shaming masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταισχυμμή — καταισχυμμή, ἡ (Μ) ντροπή, καταισχύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναύξητο τ. καταισχυμμένος αντί κατῃσχυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού καταισχύνομαι ή < καταισχυμμός με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”